- παραμισγω
- παραμίσγω(только praes. и impf.) ион. = παραμίγνυμι См. παραμιγνυμι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραμίσγω — Α ιων. τ. 1. αναμιγνύω με κάτι 2. προσθέτω κάτι σε μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μ(ε)ίγνυμι] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek